- διάνοιγμα
- το1. ρήγμα, σχισμή2. διεύρυνση, διαπλάτυνση3. το τμήμα (δρόμου, κοίτης ποταμού κ.λπ.) που έχει διαπλατυνθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < διανοίγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στο περιοδικό σύγγραμμα Αιγιναία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διασφήνωση — η (Α διασφήνωσις) 1. διαχωρισμός, διαστολή, διάνοιγμα με σφήνα 2. παρεμβολή σαν σφήνα νεοελλ. εισαγωγή σφήνας για διάνοιξη … Dictionary of Greek